- εὐέρκεια
- εὐέρκ-εια, ἡ,A security, Pl.Lg.778c, 779b.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευέρκεια — εὐέρκεια και εὐερκία, ἡ (Α) [ευερκής] η ασφάλεια … Dictionary of Greek
εὐερκείας — εὐερκείᾱς , εὐέρκεια security fem acc pl εὐερκείᾱς , εὐέρκεια security fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐέρκειαν — εὐέρκεια security fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)